- αγχιτοκος
- ἀγχίτοκοςἀγχί-τοκος21) близкая к родам (sc. γυνή Anth.)2) родовой, испытываемый при родах
(ὠδῖνες Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὠδῖνες Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αγχίτοκος — ἀγχίτοκος, ον (Α) 1. γενικά, αυτός που βρίσκεται κοντά στον τοκετό 2. (για γυναίκες) επίτοκη, ετοιμόγεννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + τόκος] … Dictionary of Greek
ἀγχιτόκοις — ἀγχίτοκος masc/fem/neut dat pl ἀγχιτόκος near the birth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιτόκοισιν — ἀγχίτοκος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀγχιτόκος near the birth masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιτόκον — ἀγχιτόκος near the birth masc/fem acc sg ἀγχιτόκος near the birth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιτόκου — ἀγχίτοκος masc/fem/neut gen sg ἀγχιτόκος near the birth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιτόκους — ἀγχίτοκος masc/fem acc pl ἀγχιτόκος near the birth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek
αρρητοτόκος — ἀρρητοτόκος, ον (Μ) αυτός που γέννησε με τρόπο μυστηριώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρητος + τόκος < τίκτω (πρβλ. αγχίτοκος, αρρενοτόκος κ.ά.)] … Dictionary of Greek